- Λώιον
- Λῷοςmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λῶιον — λῷον , λῷος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λώιον — λωίων o masc/fem voc comp sg λωίων o neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λωίων — λωΐων, λώιον και λωίτερος, έρα, ον, αττ. τ. λῴων, λῷον (Α) 1. ευαρεστότερος, επιθυμητότερος («τόδε λώιόν ἐστι», Ομ. Οδ.) 2. καλύτερος («εἴ τι δὴ λῷον πέλοι», Αισχύλ.) 3. (το ουδ. ως επίρρ.) λώϊον καλύτερα 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ λώϊον μέτρο όγκου… … Dictionary of Greek
lē(i)-1 : lǝi- — lē[i] 1 : lǝi English meaning: to wish Deutsche Übersetzung: “wollen” Material: Gk. (Dor.) λῆν “wollen”, el. λεοίτᾱν “ἐθελοίτην”, gort. λείοι, λείοντι etc., Ion. λῆμα n. “volition”, *λώς “wish, Wahl” (to λῆν, as ζώς to ζῆν),… … Proto-Indo-European etymological dictionary
αρείων — ἀρείων ( ονος), ον (Α) (χρησιμοποιείται ως συγκριτικός του αγαθός πρβλ. άριστος) 1. ικανότερος, ισχυρότερος, ανώτερος ως προς τη σωματική δύναμη, την καταγωγή ή τον πλούτο 2. στη Μυκην. η λ. (aro2e και aro2a) προσδιορίζει ενδύματα και τροχούς… … Dictionary of Greek
λω — λῶ και, σπαν., λείω, άχρ. ασυναίρ. τ. λάω (Α) θέλω, επιθυμώ («άποθανεῑν οὐ λῶ», Επίχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. θα μπορούσε να αναχθεί σε ΙΕ ρίζα *lēi «επιθυμώ, θέλω» (με ανώμαλο σχηματισμό στο θέμα) και να συνδεθεί με τους τ. λαιδρός*,… … Dictionary of Greek